-
1 половина
половина ж το μισό- \половина третьего είναι δυόμισι η ώρα· во второй \половинае июля στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιούλη; первая (вторая) \половина игры το πρώτο (δεύτερο) μέρος του αγώνα, το ημιχρόνιο* * *жτο μισόполови́на тре́тьего — είναι δυόμισι η ώρα
во второ́й полови́не ию́ля — στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιούλη
пе́рвая (втора́я) полови́на игры́ — το πρώτο (δεύτερο) μέρος του αγώνα, το ημιχρόνιο
-
2 тайм
-
3 половина
полови́н||аж в разн. знач. τό μισό, τό ήμισυ:\половина первого δώδεκα καί μισή, δωδε-κάμιση· в первой \половинае ноября στό πρώτο δεκαπενθήμερο τοῦ Νοέμβρη· \половина игры (в футболе) τό ήμιχρόνιο, τό ήμίχρονον \половина зарплаты ὁ μισός μισθός· ◊ моя \половина шутл. (о жене, муже) τό ἔτερον ήμισό μου. -
4 тайм
таймм спорт. τό ἡμιχρόνιο[ν], τό τάΐμ. -
5 тайм
[τάϊμ] ουσ. α (σπορ) ημιχρόνιο -
6 тайм
[τάϊμ] ουσ α (σπορ) ημιχρόνιο
См. также в других словарях:
ημιχρόνιο — το (γυμναστ.) διάλειμμα λίγων λεπτών (για ανάπαυση) στο μέσο περίπου τού διαστήματος κατά το οποίο γίνονται οι γυμναστικές ασκήσεις, αλλ. μεσόχρονο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημιχρόνιο (ενν. διάστημα) ουσιαστικοποιημένο επίθ. σχηματισμένο κατά το βραχυ… … Dictionary of Greek
ημιχρόνιο — το 1. λιγόλεπτη διακοπή στη μέση αθλητικού αγώνα: Ο διαιτητής σφύριξε ημιχρόνιο. 2. το πρώτο και το δεύτερο μέρος ενός αγώνα: Οι παίχτες της ομάδας μας έπαιξαν με πάθος και στα δύο ημιχρόνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ημιώριο — και ημίωρο, το (AM ἡμιώριον) μισή ώρα, χρονική διάρκεια μισής ώρας. [ΕΤΥΜΟΛ. ημιώριον ή ημίωρον (ενν. διάστημα χρόνου) ουσιαστικοποιημένο επίθ.: πρβλ. ημιχρόνιο / ημίχρονο] … Dictionary of Greek
μεσόχρονο — το το ημιχρόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + χρόνος (πρβλ. ημί χρονο). Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
ημίχρονο — το ημιχρόνιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ισοφάριση — η επίτευξη ίδιου σκορ, εξίσωση: Στο δεύτερο ημιχρόνιο πέτυχαν την ισοφάριση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)